Πέρασε δίχως συντροφιά
κ’ η Κυριακή στο σπίτι
βούλες στούς τοίχους έριξε
το δίλι απ’ το φεγγίτη.
Κ’ ήρθε του δρόμου τ΄όργανο
βαθιά πολύ απ’ τα ξένα
να δέσει με την έρημη
καρδιά τα περασμένα,
να κάμει ακόμα πιότερο
καθημερνές τις σχόλες
– και πήρε πόλκες ο άνεμος,
ρομαντσες, βαρκαρόλες.
Μάγια σα να ‘ταν του Καιρού,
βγαίναν οι νότες, ίδια
με ξιόρκια, με καλέσματα
και μαγικά αντικλείδια.
Ήχος γλυκός κι αγύριστος
-που το σκοπό του χάνω-
τριγύριζε στα τέλια του
και στα κλειδιά του απάνω,
κ’ έλεγε, στ’ άψυχα, τ’ απλά
κι ασάλευτα -αγιασμένα-
γι’ άγραφες λύπες, άγραφες
χαρές και πάθη ξένα…
Κ’ ύστερα -στάση κ’ η ήρεμη
η ψυχή γλυκά εκοιμήθη
σαν να-είπε, να-είπε, να ‘κλαψε,
και σα να προσευχήθη.
Τέλος Άγρας
Leave a Reply